τρισμακάριστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισμακάριστος — η, ο τρισευτυχισμένος: Τρισμακάριστοι άγιοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρισμακάριστον — τρισμακάριστος masc acc sg τρισμακάριστος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισμακαρίσταις — τρισμακάριστος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισμακαρίστου — τρισμακάριστος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισμακαρίστῳ — τρισμακάριστος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισμακάριστε — τρισμακάριστος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισμακάριστοι — τρισμακάριστος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek
τρισευδαίμων — ονος, ον, Α ευδαιμονέστατος, ευτυχέστατος, τρισμακάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + εὐδαίμων «ευτυχής»] … Dictionary of Greek